Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο

Ήταν κάποτε μια χώρα, μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά ας την πούμε Ουρανούπολη αφού έτσι την ονόμασε ο συγγραφέας. Εκεί βασίλευε ένας βασιλιάς, ένας οποιοσδήποτε βασιλιάς. Ένας τύραννος, ένας οποιοσδήποτε τύραννος, αλλά ας τον πούμε Αρπατίλαο, αφού έτσι τον βάφτισε ο συγγραφέας. Φορούσε στο κεφάλι του κορώνες στολισμένες με χιλιάδες πολύτιμα πετράδια βγαλμένα με αίμα και ιδρώτα από τους υπηκόους του που χώνονταν κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στα ορυχεία.
Αυτός ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, βασίλευε. Βασίλευε με ένα μαύρο φτερό από κοράκι κι ένα τηλεσκόπιο.
Με το φτερό έγραφε νόμους. Νόμους πολλούς, άδικους, τρελούς. Οι νόμοι, όπως όλοι οι νόμοι, απαγόρευαν, αλλά ας πούμε ότι απαγόρευαν όλα τα όμορφα και τα καλά. Όλα τα χαρούμενα και τα ελπιδοφόρα. Απαγόρευαν επίσης και τις λέξεις. Τις κακές λέξεις, όπως ας πούμε τη λέξη «Κυριακή» που με διάταγμα μετονομάστηκε σε «Προδευτέρα» και, αφού δεν ήταν πλέον Κυριακή, ήταν μια εργάσιμη μέρα όπως όλες οι άλλες μέρες. Κανείς δεν ξέφευγε από τους νόμους, που ήταν τόσο πολλοί, ώστε ποτέ δεν ήξερες αν αυτό που κάνεις απαγορεύεται ή όχι. Κι ήταν τόσο τρελοί αυτοί οι νόμοι, που διέταζαν να καούν τα πάρκα, να κλείσουν οι παιδικές χαρές και να χτιστούν στη θέση τους φυλακές κι εργοστάσια. Και, βέβαια, όπως όλες οι φυλακές, έκλειναν μέσα τους κι αυτές όσους από τους υπηκόους παραβίαζαν τους νόμους. Και τα εργοστάσια, όπως όλα τα εργοστάσια, κατασκεύαζαν. Ας πούμε λοιπόν ότι κατασκεύαζαν λουκέτα και συρματοπλέγματα.
Με το τηλεσκόπιό του ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, επόπτευε, αλλά ας πούμε ότι επόπτευε όλο το βασίλειό του και, όταν έβλεπε κάτι όμορφο ή λαχταριστό, τότε το άρπαζε αμέσως και το έκανε δικό του, αφού έτσι όρισε ο συγγραφέας.
Σ’ αυτή τη χώρα, όπως σε κάθε χώρα, υπήρχαν και σχολεία. Εκεί, όπως και σε κάθε σχολείο, οι μαθητές διδάσκονταν μαθήματα:
«στο μάθημα της γυμναστικής μάθαιναν να γονατίζουν, στο μάθημα των θρησκευτικών μάθαιναν τροπάρια που δόξαζαν τον Αρπατίλαο και στο μάθημα της γραμματικής μάθαιναν την παθητική φωνή. Από χρόνους μάθαιναν τον ενεστώτα και τον παρατατικό αλλά όχι τον μέλλοντα χρόνο. Μόνο ο Αρπατίλαος και οι αυλικοί του είχαν το δικαίωμα να μιλάνε για το μέλλον. Κάθε τόσο μάλιστα, ειδικές περιπολίες έκαναν αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στα σχολεία, για να ελέγξουν αν οι μαθητές αποστήθιζαν σωστά αυτά που όριζε ο νόμος.»
Όλα τα είχε ο βασιλιάς. Και πλούτη. Και υπηκόους. Και έλεγχο. Και φυλακές. Ένα πράγμα δεν είχε: την αγάπη των υπηκόων του. Τι έφταιγε άραγε και δεν τον αγαπούσαν, αλλά του έστρωναν μπανανόφλουδες να γλιστράει και να πέφτει; Και γιατί τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του;
«Δεν σας αγαπάνε, επειδή τα βράδια ονειρεύονται…» είπε ο αυλοκόλακας, πονηρός όπως κάθε αυλοκόλακας, που είχε μυστικοσύμβουλο ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς.
Κι όταν οι άνθρωποι ονειρεύονται, ακόμα κι όταν είναι υπήκοοι, συγκρίνουν: το όνειρο με την πραγματικότητα. Και ξέρουν.
Του θανατά από την απελπισιά ο βασιλιάς. Τι να κάνει για να μην ονειρεύονται οι άνθρωποι; Να απαγορέψει τα όνειρα; Να στέλνει ονειρικές περιπολίες να μπουκάρουν τα βράδια στα σπίτια των υπηκόων και να «περιποιούνται» τους παραβάτες του νόμου; Ή μήπως να φορολογήσει τα όνειρα, ώστε να τους κοπεί μαχαίρι αυτή η κακή συνήθεια;
«Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο. Είναι κρυμμένα πίσω από τα μέτωπα, πίσω απ’ τις ρυτίδες, βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στα κεφάλια» επέμεινε ο πονηρός μυστικοσύμβουλος, που, όπως όλοι οι μυστικοσύμβουλοι, κατείχαν λίγη γνώση από την ανθρώπινη φύση, ποτέ όμως αρκετή, αφού για να γνωρίζεις πρέπει πρώτα να αγαπάς.
Σε αυτή τη χώρα, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε χώρα, αλλά ο συγγραφέας την ονόμασε Ουρανούπολη, καταστρώθηκε λοιπόν ένα σχέδιο αφανισμού των ονείρων των ανθρώπων. Ένα σατανικό σχέδιο: θα ανάγκαζαν τους υπηκόους να ονειρεύονται μόνο εφιάλτες. Τα χειρότερα και τα πιο αποτρόπαια όνειρα θα τυραννούσαν τον ύπνο τους κι έτσι η εφιαλτική πραγματικότητα θα έμοιαζε πια με παράδεισο. Και σ’ αυτόν τον παράδεισο θεός θα ήταν ο βασιλιάς αυτοπροσώπως. Και θα ήταν ο βασιλιάς τόσο καλός που θα χάριζε σε κάθε υπήκοό του χωριστά από ένα μαξιλάρι. Ένα μαγικό μαξιλάρι. Φτιαγμένο με σκόνη από τύψεις, μαντίλια δακρυσμένα, στεναγμούς μελλοθανάτων, σκιά προδότη, σκουριά από αλυσίδες κι άλλα φριχτά κι απαίσια.
Με ευγνωμοσύνη δέχτηκαν οι υπήκοοι, όπως όλοι οι υπήκοοι, την ξαφνική αυτή γενναιοδωρία του βασιλιά, όταν ο ντελάλης τους ανακοίνωσε τον νέο αυτόν νόμο. Παρέδωσαν όλα τα παλιά τους μαξιλάρια και στη θέση τους έβαλαν τα νέα. Κι έγινε ο ύπνος τους αφόρητος. Καλύτερα να ήταν ξύπνιοι.
«Τα βράδια από τα παράθυρα των σπιτιών άκουγες βασανισμένα αγκομαχητά, άρρυθμες ανάσες και παραμιλητά. Άκουγες λυγμούς και κλάματα και, πού και πού, μια κραυγή πνιγμένη.»
Αλλά και στον ξύπνιο τους τα πράγματα δεν ήταν και τόσο καλύτερα. Σκυφτοί, παραιτημένοι, υποταγμένοι, γκρίζοι και με άδεια μάτια ζούσαν κάτω από έναν μαύρο ουρανό, δούλευαν στα ορυχεία, έχτιζαν φυλακές, έφτιαχναν λουκέτα, έπλεκαν συρματοπλέγματα και, όποτε συναντούσαν τον βασιλιά, έπεφταν στα γόνατα και τον προσκυνούσαν. Ακόμα κι όταν οι φρουροί, όπως όλοι οι φρουροί, τους άρπαζαν το βιος τους δεν έβγαζαν κουβέντα.
Κι όλα κυλούσαν ήσυχα στη χώρα αυτή, όπως σε κάθε χώρα όπου οι άνθρωποι δεν κάνουν πλέον όνειρα.

Ώσπου… Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αφηγούμενη την ιστορία του Ε. Τριβιζά “Τα μαγικά μαξιλάρια”. Μια ιστορία για βασιλιάδες κι υπηκόους. Μια ιστορία για τα όνειρα. Για τους ανθρώπους που παίρνουν εκδίκηση για λογαριασμό τους. Πηγή: https://pnevmantilogias.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου