Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ζούμε περισσότερο αλλά αντιμετωπίζουμε μεγαλύτερες ανισότητες

Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά στη δημόσια υγεία, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες όσον αφορά στην κατάσταση της υγείας, τόσο μεταξύ των χωρών, όσο και στο εσωτερικό τους.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Η Υγεία με μια ματιά: Ευρώπη 2014», που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη (03/12).
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αυξήθηκε περισσότερο από πέντε έτη κατά μέσο όρο από το 1990 και μετά, αν και η διαφορά μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) και το χαμηλότερο (Λιθουανία, Λετονία, Βουλγαρία) παραμένει περίπου στα οκτώ έτη.
Εξακολουθούν επίσης, να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών: τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και εισοδήματος απολαμβάνουν καλύτερη υγεία και ζουν περισσότερα χρόνια από εκείνους που βρίσκονται σε πιο μειονεκτική θέση.
Αναλυτικότερα, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στα κράτη μέλη της ΕΕ, αυξήθηκε κατά περισσότερο από πέντε χρόνια μεταξύ του 1990 και του 2012 φτάνοντας τα 79,2 έτη. Το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών αυξήθηκε επίσης σημαντικά, κατά μέσο όρο στα 20,4 χρόνια για τις γυναίκες και 16,8 έτη για τους άνδρες στην ΕΕ το 2012. Το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών κατά τη γέννηση, ποικίλλει περίπου κατά πέντε έτη μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής και το χαμηλότερο.
Οι άνδρες και οι γυναίκες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι πιθανό να ζήσουν περισσότερα χρόνια και να έχουν καλύτερη υγεία. Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, οι γυναίκες ζουν έξι χρόνια περισσότερο από τους άνδρες.

Στα προ κρίσης επίπεδα οι αυτοκτονίες
Η έκθεση επισημαίνει τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στην υγεία. Όπως αναφέρει, η κρίση είχε ανάμικτο αντίκτυπο στην υγεία του πληθυσμού και στη θνησιμότητα. Ενώ τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξήθηκαν ελαφρά στην αρχή της κρίσης, τώρα φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα επίπεδα προ της κρίσης.
Η θνησιμότητα από ατυχήματα με τα μεταφορικά μέσα μειώθηκε ταχύτερα κατά τα έτη που ακολούθησαν την κρίση, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Η έκθεση του πληθυσμού στην ατμοσφαιρική ρύπανση μειώθηκε επίσης μετά την κρίση, αν και ορισμένοι ατμοσφαιρικοί ρύποι φαίνεται ότι έχουν αυξηθεί από τότε.
Η οικονομική κρίση ενδέχεται να έχει επίσης συμβάλει στη μακροπρόθεσμη αύξηση της παχυσαρκίας. Ένας στους έξι ενήλικες κατά μέσο όρο στα κράτη μέλη της ΕΕ ήταν υπέρβαρος το 2012, δηλαδή παρουσιάστηκε αύξηση σε σχέση με την αναλογία ένας στους οκτώ το 2002. Στοιχεία από ορισμένες χώρες δείχνουν τη σχέση μεταξύ οικονομικού κινδύνου και παχυσαρκίας: ανεξαρτήτως εισοδήματος ή πλούτου, οι άνθρωποι που διανύουν περιόδους με οικονομικά προβλήματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Η παχυσαρκία τείνει να είναι πιο συνηθισμένη ανάμεσα στις μειονεκτούσες ομάδες.

Μείωση στις δαπάνες για την υγεία
Εξάλλου, οι δαπάνες στον τομέα της υγείας μειώθηκαν ή επιβραδύνθηκαν μετά την οικονομική κρίση. Μεταξύ 2009 και 2012, οι δαπάνες για την υγεία σε πραγματικούς όρους (προσαρμοσμένες με βάση τον πληθωρισμό), μειώθηκαν στις μισές χώρες της ΕΕ και επιβραδύνθηκαν σημαντικά στις υπόλοιπες.
Κατά μέσο όρο, οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν κατά 0,6% ετησίως, σε σύγκριση με μέση ετήσια αύξηση 4,7% μεταξύ 2000 και 2009. Αυτό οφείλεται σε περικοπές στους μισθούς και στο εργατικό δυναμικό του τομέα της υγείας, σε μειώσεις των αμοιβών που καταβάλλονται σε παρόχους υπηρεσιών υγείας, στις χαμηλότερες τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων και στην αυξημένη συμμετοχή του ασφαλισμένου.
Ενώ οι δαπάνες στον τομέα της υγείας αυξήθηκαν, κατά ένα μικρό ποσοστό το 2012 σε αρκετές χώρες (π.χ. στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Πολωνία), συνέχισαν να μειώνονται στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης, ότι οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν διατηρήσει την καθολική (ή σχεδόν καθολική) κάλυψη για ένα σύνολο βασικών υπηρεσιών υγείας, με εξαίρεση τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Κύπρο, όπου αναφέρεται, ότι «ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού δεν είναι ασφαλισμένο». Ωστόσο, και σε αυτές τις χώρες υπογραμμίζεται, ότι έχουν ληφθεί μέτρα για την κάλυψη των ανασφάλιστων.
Ο αριθμός γιατρών και νοσοκόμων ανά κάτοικο συνέχισε να αυξάνεται σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μολονότι υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά στην έλλειψη ορισμένων ειδικοτήτων, όπως γενικών ιατρών, σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές. Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, ο αριθμός των γιατρών ανά κάτοικο, αυξήθηκε από 2,9 ιατρούς ανά 1.000κατοίκους το 2000 σε 3,4 το 2012. Η αύξηση αυτή ήταν ιδιαίτερα ταχεία στην Ελλάδα (ως επί το πλείστον πριν από την οικονομική κρίση) και στη Βρετανία. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η πυκνότητα των γιατρών είναι μεγαλύτερη στις αστικές περιοχές.
Τονίζεται ακόμη, ότι οι μεγάλες περίοδοι αναμονής για τις υπηρεσίες υγείας είναι ένα σημαντικό ζήτημα πολιτικής σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου παρουσιάζονται μεγάλες διακυμάνσεις στο χρόνο αναμονής για μη επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις. Η πρόοδος στην θεραπεία θανατηφόρων παθήσεων, όπως η καρδιακή προσβολή, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος, έχει οδηγήσει σε υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά μέσο όρο, τα ποσοστά θνησιμότητας ύστερα από την εισαγωγή σε νοσοκομείο για καρδιακή προσβολή μειώθηκαν κατά 40% μεταξύ 2000 και 2011 και για εγκεφαλικό επεισόδιο η μείωση ξεπέρασε το 20%.
Τα ποσοστά επιβίωσης από καρκίνο έχουν βελτιωθεί στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, του καρκίνου του μαστού και του παχέος εντέρου και του ορθού. Η ποιότητα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης έχει επίσης βελτιωθεί στις περισσότερες χώρες, κάτι που φαίνεται από τη μείωση της νοσηλείας για χρόνιες παθήσεις όπως το άσθμα και ο διαβήτης.
Η έκθεση εκτιμά, τέλος, ότι η γήρανση του πληθυσμού θα εξακολουθήσει να οδηγεί σε αυξημένες απαιτήσεις στα συστήματα υγείας και μακροχρόνιας περίθαλψης μέσα στα επόμενα χρόνια. Όπως αναφέρεται, «εν μέσω αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών, η πρόκληση θα είναι να διατηρηθεί η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας περίθαλψη για το σύνολο του πληθυσμού σε προσιτές τιμές».

Πηγή: ΑΠΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου