Το βλέπω καθημερινά πλέον. “Πέρνα από ένα ΙΚΑ, από μία δημόσια υπηρεσία και δες πως συμπεριφέρονται οι Έλληνες”. Τσιτάτο, γενίκευση. Η μόδα του να θέτεις τον εαυτό σου πάνω από την πλέμπα που απλά σέρνει την ύπαρξη της από τη δουλειά στο σπίτι, ψάχνοντας για το επόμενο άνοιγμα για μια θεσούλα στο δημόσιο, για μία επιδοτησούλα. Μπουζουκολάγνα, πνιγμένη στον μικροαστισμό. Η θέα από τα θεωρεία της διανόησης του μικρομεσαίου που έτυχε να διαβάσει δύο βιβλία παραπάνω, και αυτό που κατάλαβε είναι όχι ότι τον κάνανε καλύτερο άνθρωπο, αλλά ανώτερο.
Θα σας πω μία ιστορία:
Οι γονείς μου δεν έχουν τελειώσει το γυμνάσιο. Ο πατέρας μου δούλευε σαν επιπλοποιός από τα 15 του, η μητέρα μου γαζώτρια. Γνωρίστηκαν μικροί, αρραβωνιάστηκαν και λίγο αργότερα γεννήθηκα εγώ. Ο παππούς μου, διευθυντής στην εταιρία υδροδότησης Ηπείρου, πέθανε στα 47 του. Απότομα και άδικα. Άφησε πίσω γυναίκα και δύο κόρες που έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Πουθενά καιρός για σχολείο σε ένα χωριό 1000 κατοίκων έξω από τα Γιάννενα.
Μεγάλωσα σε ένα διπλανό χωριό. Αν και από την εφηβεία μου περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου στα Γιάννενα, δεν θεώρησα ποτέ ότι προέρχομαι από οποιαδήποτε πόλη. Προέρχομαι ακριβώς από αυτό το κομμάτι του πληθυσμού που προσπαθούν να δαιμονοποιήσουν τόσο απεγνωσμένα οι αυτο-αποκαλούμενοι “αστοί”. Μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους με τραχιά συμπεριφορά, βαριές δουλειές, ασθένειες που εμφανιζόταν σε μικρές ηλικίες και που πάντα είχαν να κάνουν με τις δουλειές τους. Διαλυμένοι πνεύμονες απ’το λούστρο, κομμένα δάχτυλα από τροχούς, ατυχήματα στις οικοδομές.
Δεν υπήρχε πολύς χώρος και χρόνος για ευγένειες και γυαλισμένα λόγια. Πολλοί από αυτούς ζήσανε από τις επιδοτήσεις και μην κόβοντας αποδείξεις για δουλειές. Κοινή πρακτική (σχεδόν το στάνταρ) σε μικρές κοινωνίες που ζουν αποκλειστικά από ανταλλαγή υπηρεσιών μεταξύ τους και για τους οποίους το κράτος είναι μία μακρινή οντότητα που θυμόταν να ασφαλτοστρώσει κάποιον χωματόδρομο κάθε 4 χρόνια όταν πλησίαζαν εκλογές.
Τα παιδιά τους; Ένα κομμάτι χάθηκε μέσα στην ίδια λούπα, της επίπεδης και αδιέξοδης επαρχίας. Όχι γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία, αλλά γιατί δεν τους έδειξε κανείς τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν. Και αναπαράγουν την συμπεριφορά και την νοοτροπία των γονιών τους. Ένα άλλο κομμάτι όμως, ένας από τους τυχερούς κι εγώ, έφυγε μακριά. Πολιτικοί μηχανικοί στην Αθήνα, καθηγητές σε νησιά, διασκορπισμένοι στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κοινή αρχή το μέρος και οι άνθρωποι.
Συμπαθώ τους ανθρώπους που είχα γύρω μου όταν μεγάλωνα; Όχι. Η στενομυαλιά τους και η λαμογιά δε θα με άφηνε. Επιτρέπω σε κανέναν, στον οποιονδήποτε, που δεν έζησε και δεν μεγάλωσε μέσα στις ίδιες συνθήκες να τους κρίνει; Κατηγορηματικά ΟΧΙ.
Το σχολείο του χωριού επιδιορθωνόταν τακτικά από αυτούς τους ανθρώπους, δωρεάν, όταν η “αστική δημοκρατία” των υπεράνω ήταν εκκωφαντικά απούσα. Τα περισσότερα από τα χρήματα που βγάλανε, όπως τα βγάλανε, πήγανε στις σπουδές των παιδιών τους, επενδύθηκαν στο μέλλον. Πολλές φορές άνθρωποι πέθαιναν και άφηναν πίσω οικογένειες χωρίς κανένα εισόδημα, και τότε αυτοί οι “χωριάτες” που πολλές φορές δεν μιλούσαν μεταξύ τους για ένα φράχτη που έκλεψε ένα μέτρο, μάζευαν χρήματα, φαγητό, τους στήριζαν μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Οι φαντασιοπληξίες περί στόλων Mercedes υπάρχουν μόνο στα μυαλά όσων δεν έζησαν ποτέ εκεί.
Η κάκιστη ποιότητα του Έλληνα δεν ήταν ποτέ η στενομυαλιά και η λαμογιά που τον διακρίνει σε πολλά σημεία της ζωής του. Αυτά είναι παγκόσμια χαρακτηριστικά μίας εργατικής (και πιο πριν, αγροτικής) τάξης που έπρεπε να επιβιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη στιγμή που κανείς δεν έκανε τίποτα για αυτούς. Όταν περπατάω στις αγορές του Hackney και του Bethnal Green, αυτούς τους ίδιους ανθρώπους συναντάω, με άλλο χρώμα, να μιλάνε άλλες γλώσσες. Το βλέμμα είναι το ίδιο όμως.
Η εξιδανίκευση του χαρακτήρα τους που επιχειρούν ορισμένοι, το ρίξιμο του φταιξίματος (για τις δικές τους αποτυχίες) στην αμορφωσιά του Έλληνα, στα σωματεία, στους ΔΥ, σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από αυτούς τους ίδιους και το μικρό μυαλό τους. Αυτό είναι η κατάρα του Έλληνα. Η κατάρα του ανθρώπου που ενώ του δόθηκαν οι ευκαιρίες, απέτυχε, και επέλεξε να κατηγορήσει τους άλλους. Θεωρεί φυσικό να τον μισούν, καθώς πιστεύει ότι έχει δίκιο, και όσοι λένε αλήθειες το εισπράττουν. Κάθε άλλο όμως. Δεν είναι μίσος, είναι θυμός αυτό που εισπράττουν. Θυμός απέναντι στην προσπάθεια δαιμονοποίησης των ανθρώπων που φτιάχνουν τους δρόμους στους οποίους περπατάμε, τα σχολεία στα οποία μεγαλώσαμε και σερβίρουν τα τραπέζια στα οποία ανταλλάσσουμε κουβέντες υψηλής αισθητικής.
Μπερδέψαμε την μισανθρωπιά με τον πολιτικό λόγο, αρκετά νωρίς σε αυτή την κρίση. Με τις γενικεύσεις και το τσουβάλιασμα όσων δεν μας αρέσουν κάτω από βολικές ταμπέλες. “Λαμόγιο”, “Δημόσιο υπάλληλος”, “φιλελεύθερος”, “Εχθρός των μεταρυθμίσεων”. Λέξεις και φράσεις κενές νοήματος πλέον, αφού τις κοτσάραμε χωρίς κριτήρια και χωρίς ίχνος συναισθήματος σε ότι δεν μας άρεσε και μας φάνηκε ξένο ως προς την ιδιοσυγκρασία μας. Παίξαμε ακριβώς το παιχνίδι που οι πολιτικοί μας θέλανε να παίξουμε, φτωχοί εναντίον φτωχότερων, άνεργοι εναντίον μελλοντικών ανέργων, αστοί εναντίον επαρχιωτών.
Γράφω από την άλλη άκρη της Ευρώπης, ως παιδί που μεγάλωσε μέσα στην κρίση σας. Είκοσι χρόνια στην βορειοδυτική άκρη της Ελλάδας, και έπειτα Αθήνα-Λονδίνο. Σας είδα όλους, σας έζησα. Δεν είστε πολύ διαφορετικοί ο ένας απ’τον άλλο. Κι αν εγώ ξέρω να βάλω πέντε λέξεις στη σειρά καλύτερα από ότι μπορούν οι γείτονες μου στο χωριό, που έχω να τους δω κοντά στα δέκα χρόνια, δεν με κάνει να νιώθω ανώτερος. Υποχρεωμένο με κάνει να νιώθω. Υποχρεωμένο να μην αφήνω ανόητα ανθρωπάκια που δεν ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε, να αναφέρονται σε ανθρώπους (στους συνανθρώπους μας) με τρόπο υποτιμητικό, προβάλλοντας πάνω σε μία ολόκληρη κοινωνία την μισανθρωπιά τους και τις αποτυχίες τους.
Κανείς δεν ζήτησε να γεννηθεί φτωχός. Κανείς δεν ζήτησε να γεννηθεί χωρίς πρόσβαση στο ίδιο πολιτιστικό κεφάλαιο που απολαμβάνουν όσοι θεωρούν εαυτό “ανώτερο”. Θα πρέπει να καταλάβουμε επιτέλους ότι η ξιπασιά, η κενή μισανθρωπιά και το ρίξιμο στην πυρα όσων απλών συνανθρώπων μας θεωρούμε (στη φαντασία μας) ότι φταίξανε για τα δικά μας λάθη, δεν αποτελεί πολιτική στάση και λόγο. Αποτελεί ένα βήμα προς την αποξένωση και την αποκτήνωση των ανθρώπων. Όταν κραυγάζεις για αίμα, όσο όμορφες κι αν είναι οι λέξεις που χρησιμοποιείς, κινδυνεύεις να το έχεις. Και αργά ή γρήγορα, να είναι το δικό σου.
Πηγή: urban diaries - Του Γιάννη Μπαμπούλια
Πηγή: urban diaries - Του Γιάννη Μπαμπούλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου